φρεατιαῖος

φρεατιαῖος
φρεᾱτ-ιαῖος, α, ον,
A belonging to a well or tank,

ὕδωρ Hermipp.39

, Thphr.CP2.6.3; φ. ὕδατα, opp. ῥυτά, Plu.2.954c, cf. Arist.Mete.353b26.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φρεατιαίος — και φρηταῑος, αία, ον, Α 1. φρεάτιος 2. φρ. «φρεατιαῖον ὕδωρ» πηγαδήσιο νερό (Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, ατός + κατάλ. ιαῖος* (πρβλ. ναματ ιαῖος)] …   Dictionary of Greek

  • φρεατιαίων — φρεατιαῖος belonging to a well fem gen pl φρεατιαῖος belonging to a well masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρεατιαίου — φρεατιαῖος belonging to a well masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηπατιαίος — ἡπατιαῑος, α, ον (Α) αυτός που ανήκει στο ήπαρ, ο ηπατικός («ἡπατιαῑος λοβός», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, τος + ιαίος (πρβλ. φρεατιαίος < φρέαρ)] …   Dictionary of Greek

  • φρηταίος — αία, ον, Α βλ. φρεατιαῑος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”